αρμενίζω

αρμενίζω
(AM ἀρμενίζω)
ταξιδεύω στη θάλασσα (για τα ιστιοφόρα και τους επιβάτες τους)
μσν.- νεοελλ.
1. αποπλέω, ξεκινώ
2. κάνω ώστε ν' αποπλεύσει το πλοίο, του φουσκώνω τα πανιά
νεοελλ.
φρ.
1. «αρμενίζει καλά» — έχει ρυθμίσει καλά τη ζωή του
2. «που αρμενίζει ο νους σου;» — γι' αυτόν που ονειροπολεί
3. «έχετε γεια, γειτόνισσες, κι εγώ ψηλ' αρμενίζω» — ειρωνικά για τον αλαζόνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀρμενίζω — sail pres subj act 1st sg ἀρμενίζω sail pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρμενίζω — αρμενίζω, αρμένισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αρμενίζω — ισα, πλέω με τα πανιά (άρμενα), ταξιδεύω (κυριολ. και μτφ.): Πού αρμενίζει το μυαλό σου και δε με προσέχεις; Ουσ. αρμένισμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρμενίζει — ἀρμενίζω sail pres ind mp 2nd sg ἀρμενίζω sail pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρμενίζον — ἀρμενίζω sail pres part act masc voc sg ἀρμενίζω sail pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρμενίζοντα — ἀρμενίζω sail pres part act neut nom/voc/acc pl ἀρμενίζω sail pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρμενίζοντι — ἀρμενίζω sail pres part act masc/neut dat sg ἀρμενίζω sail pres ind act 3rd pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρμενίζουσιν — ἀρμενίζω sail pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀρμενίζω sail pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρμένιζον — ἀρμενίζω sail imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἀρμενίζω sail imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρμενιῶν — ἀρμενίζω sail fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”